νικοτινικός

νικοτινικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νικοτίνη
2. φρ. «νικοτινικό οξύ»
(βιοχ.) υδατοδιαλυτή βιταμίνη τού συμπλέγματος Β, αλλ. νιασίνη, αντιπελλαγρική βιταμίνη ή βιταμίνη PP.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. nicotinic (βλ. νικοτίνη)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”